- ιχνευτήρ
- ἰχνευτήρ, ὁ, θηλ. ἰχνεύτειρα (Α)ἰχνευτής*.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ἰχνευτής < ἰχνεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰχνευτῆρες — Ἰχνευτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτῆρι — Ἰχνευτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτῆρσιν — Ἰχνευτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτήρων — Ἰχνευτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνεύτειρα — ἰχνεύτειρα, ἡ (Α) επιγρ. βλ. ιχνευτήρ … Dictionary of Greek
ιχνεύτωρ — ἰχνεύτωρ, ορος, ὁ (Μ) [ιχνεύω] ιχνευτήρ* («ἰχνεύτορες κύνες», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
ιχνεύω — (Α ἰχνεύω) αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ αρχ. 1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ 2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.) 3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη»… … Dictionary of Greek